ονομαστής

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

ὀνομαστής, ὁ (Μ) ονομάζω
αυτός που δίνει όνομα, που ονομάζει.