ονοματοθήρας
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
ὀνοματοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξιθήρας].