ονοματοθήρας

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ὀνοματοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξιθήρας].