ὀνοματοθήρας
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
-ου, ὁ, word-hunter, Ath.3.98a, 14.649b.
German (Pape)
[Seite 349] ὁ, Namenjäger, Wortklauber, Ath. I, 14; auch der neue Wörter bildet, III, 98 a; vgl. Lob. Phryn. 627.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ὀνόματα, δηλ. λέξεις, ὡς τὸ λεξιθήρας, Ἀθήν. 98Α, 649Β.
Greek Monolingual
ὀνοματοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξιθήρας].