ονοστύππαξ

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ὀνοστύππαξ, -ακος, ὁ (Α)
(με επιτιμητική σημ.)
1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ
διὰ μὲν τοῦ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων
διὰ δὲ τοῦ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής στουπιών
3. (κατά το λεξ. Σούδα, που διαιρεί τη λέξη) «ὄνος στύππαξ
τὸ στύππαξ ὅτι στυππειοπώλης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + στύππαξ «πωλητής σχοινιών»].