ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ὀξυέλαιον, τὸ (Α)μίγμα από λάδι και ξίδι, λαδόξιδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον.