Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ὀξυθρέχω (Α)βρέχω κάτι μέσα σε ξίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βρέχω].