οξυβρέχω

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

ὀξυθρέχω (Α)
βρέχω κάτι μέσα σε ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βρέχω].