οξυκόρυφος

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που σχηματίζει οξεία κορυφή, κωνικός, κωνοειδής («οξυκόρυφο τόξο»).