οξύαυλος

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

οξύαυλος, ο
μουσ. είδος ξύλινου πνευστού μουσικού οργάνου, το όμποε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + αυλός, απόδοση στην ελλ. του ιταλ. oboe (βλ. λ. όμποε). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].