Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ὁπλομάχης, ὁ (Α)οπλομάχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριομάχης].