ὀρθιάζω

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθιάζω Medium diacritics: ὀρθιάζω Low diacritics: ορθιάζω Capitals: ΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: orthiázō Transliteration B: orthiazō Transliteration C: orthiazo Beta Code: o)rqia/zw

English (LSJ)

A speak in a high tone, speak loud, ὀρθιάζοντες γόοις = shriek with loud wailings, A.Pers.687, cf. Phld.Ir.p.60 W.
II trans., = ὀρθόω, set upright, APl.4.261.2 (Leon.).
2 ὀρθιάζοντα, Glossaria on ἐξηνδρωμένον, Hsch., cf. Paul. Aeg.6.70.

German (Pape)

[Seite 373] 1) die Stimme erheben, laut reden, schreien, γόοις, Aesch. Pers. 675. – 2) = ὀρθόω, aufrichten, Leon. Tar. 26 (Plan. 261).

French (Bailly abrégé)

pousser des cris aigus.
Étymologie: ὄρθιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθιάζω: испускать крики, кричать: ὀ. γόοις Aesch. разразиться воплями.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθιάζω: μέλλ. άσω, ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, «φωνάζω», ὀρθ. γόοις, κραυγάζω μὲ ὀξεῖς θρήνους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 687, πρβλ. 1042. ΙΙ. μεταβ., = ὀρθόω, στήνω ὄρθιον, ἀνορθῶ, Ἀνθ. Πλαν. 261. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθιάζειν· μαντεύεσθαι».

Greek Monolingual

ὀρθιάζω) όρθιος
στήνω κάτι όρθιο, ορθώνω
(αρχ)
1. μιλώ με δυνατή φωνή, υψώνω τη φωνή, φωνάζω («ὀρθιάζοντες γόοις», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρθιάζειν
μαντεύεσθαι».

Greek Monotonic

ὀρθιάζω: (ὄρθιος), μέλ. -άσω,
I. μιλώ σε υψηλό τόνο, ὀρθιάζω γόοις, κραυγάζω με γοερές θρηνολογίες, σε Αισχύλ.
II. μτβ., = ὀρθόω, ανορθώνω, ανασηκώνω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρθιάζω, fut. -άσω ὄρθιος
I. to speak in a high tone, ὀρθ. γόοις to shriek with loud wailings, Aesch.
II. trans., = ὀρθόω, to set upright, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ὑψώνω τόν τόνο τῆς φωνῆς μου, φωνάζω). Ἀπό τό ὄρθιος πού παράγεται ἀπό τό ὀρθός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.