ορθοκέφαλος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυκέφαλος.