ορθόμφαλος
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
Greek Monolingual
ὀρθόμφαλος, -ον (Α)
(για ασπίδα) αυτή που έχει ομφαλοειδές κόσμημα το οποίο προεξέχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + ὀμφαλός (πρβλ. μονόμφαλος)].