μονόμφαλος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμφαλος Medium diacritics: μονόμφαλος Low diacritics: μονόμφαλος Capitals: ΜΟΝΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monómphalos Transliteration B: monomphalos Transliteration C: monomfalos Beta Code: mono/mfalos

English (LSJ)

μονόμφαλον, with a single boss, IG2.1661,1665.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, -ον)
νεοελλ.
(για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα
(ενν. πόπανα ή πλακούντια)
αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀμφαλός.