μονόμφαλος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
μονόμφαλον, with a single boss, IG2.1661,1665.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μονόμφαλος και μονομφάλιος, -ον)
νεοελλ.
(για τέρας) αυτός που έχει δύο σώματα αλλά έναν ομφαλό
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονόμφαλα
(ενν. πόπανα ή πλακούντια)
αυτά που έχουν ένα μόνο εξόγκωμα στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀμφαλός.