Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
ὀρνιθογενής, -ές (Α)1. αυτός που γεννήθηκε από πτηνό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθογενῆείδος πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -γενής (< γίγνομαι)].