ορνιθοπώλης

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

ο (Α ὀρνιθοπώλης)
ιδιοκτήτης ορνιθοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -πώλης (< πωλῶ)].