Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ο (Α ὀρνιθοπώλης)ιδιοκτήτης ορνιθοπωλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -πώλης (< πωλῶ)].