ὀρνιθοπώλης
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὀρνιθοπώλου, ὁ, dealer in birds, Poll.7.198:—hence ὀρνιθοπωλεῖον, ibid.
German (Pape)
[Seite 383] ὁ, Vogelhändler, Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοπώλης: -ου, ὁ πωλῶν πτηνά, Πολυδ. Ζ΄, 198.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρνιθοπώλης)
ιδιοκτήτης ορνιθοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -πώλης (< πωλῶ)].