ορνιθόμαντις
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
Greek Monolingual
ὀρνιθόμαντις, -εως, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προβλέπει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + μάντις.