ὀρνιθόπαις
From LSJ
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ, born of a bird: like a bird, epithet of a Siren, Lyc.731.
German (Pape)
[Seite 383] -παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ὄρνιθος γεννηθείς, τέκνον πτηνοῦ· ὅμοις πρὸς πτηνόν, ἐπίθετον Σειρῆνος Λυκόφρ. 731· καλοῦνται καὶ πτεροφόροι ὑπὸ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1601.
Greek Monolingual
ὀρνιθόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Σειρήνος) γεννημένη από πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + παῖς.