ὀρνιθόπαις

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθόπαις Medium diacritics: ὀρνιθόπαις Low diacritics: ορνιθόπαις Capitals: ΟΡΝΙΘΟΠΑΙΣ
Transliteration A: ornithópais Transliteration B: ornithopais Transliteration C: ornithopais Beta Code: o)rniqo/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, born of a bird: like a bird, epithet of a Siren, Lyc.731.

German (Pape)

[Seite 383] -παιδος, Vogelkind, von Vögeln erzeugt, Lycophr. 731; vgl. Lob. Phryn. 500.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ὄρνιθος γεννηθείς, τέκνον πτηνοῦ· ὅμοις πρὸς πτηνόν, ἐπίθετον Σειρῆνος Λυκόφρ. 731· καλοῦνται καὶ πτεροφόροι ὑπὸ Εὐρ. ἐν Ἑλ. 1601.

Greek Monolingual

ὀρνιθόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Σειρήνος) γεννημένη από πτηνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + παῖς.