ορσίπους

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.