ορτυγόκομπος

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

ὀρτυγόκομπος (Α)
αυτός που χτυπά ορτύκια στο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + κόμπος «κτύπος»].