στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
το
1. το υδαρές υπόλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση του βουτύρου και της τυρίνης, το τυρόγαλο
2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» — θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια του βακτηριδίου του τύφου και στη διάκρισή του από τα παρατυφικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + γάλα.