ορόγαλα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

το
1. το υδαρές υπόλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση του βουτύρου και της τυρίνης, το τυρόγαλο
2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» — θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια του βακτηριδίου του τύφου και στη διάκρισή του από τα παρατυφικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + γάλα.