οστεέλαιο

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

και οστέλαιο, το
λάδι με μεγάλη λιπαρότητα που λαμβάνεται από τα οστά με εκχύλιση και το οποίο χρησιμοποιείται ως λιπαντικό λεπτών μηχανημάτων λόγω της ανθεκτικότητάς του στο ψύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἔλαιον. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστέλαιον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].