οστεαλγία
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
και οσταλγία, η
ιατρ. κάθε πόνος τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευραλγία].