οστεογόνος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
ιατρ. αυτός που συντελεί στη διάπλαση οστών («οστεογόνο κύτταρο»).