οστεοσκλήρωση
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
η
ιατρ. πύκνωση του οστίτη οστού, πρωτοπαθής αλλά, συχνότερα, δευτεροπαθής από φλεγμονή, νεόπλασμα ή μεταβολική διαταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteosclerosis < ὀστέον / ὀστοῦν + σκλήρωσις(-η)].