νεόπλασμα

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

το
ιατρ. κακοήθης όγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoplasme < νε(ο)- + πλάσμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].