δευτεροπαθής

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έπαθε για δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα
2. φρ. «δευτεροπαθής νόσος» — αυτή που εκδηλώνεται ως επακόλουθο προηγουμένης νόσου ή ως δεύτερο στάδιο της ίδιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].