ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
ὀστογλύφος, ὁ (Α)εργαλείο για λάξευση οστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλογλύφος].