οστογλύφος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

ὀστογλύφος, ὁ (Α)
εργαλείο για λάξευση οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. ξυλογλύφος].