ξυλογλύφος
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
[γλῠ], ον, gloss on στυπογλύφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 281] Holz schnitzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλογλύφος: -ον, ὁ γλύφων, «σκαλίζων ξύλα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. στυπογλύφος.
Greek Monolingual
ξυλογλύφος, -ον (Α)
αυτός που σκαλίζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκογλύφος].