ξυλογλύφος

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλογλύφος Medium diacritics: ξυλογλύφος Low diacritics: ξυλογλύφος Capitals: ΞΥΛΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: xyloglýphos Transliteration B: xyloglyphos Transliteration C: ksyloglyfos Beta Code: culoglu/fos

English (LSJ)

[γλῠ], ον, gloss on στυπογλύφος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 281] Holz schnitzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλογλύφος: -ον, ὁ γλύφων, «σκαλίζων ξύλα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. στυπογλύφος.

Greek Monolingual

ξυλογλύφος, -ον (Α)
αυτός που σκαλίζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκογλύφος].