ὀσφυαλγής
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ὀσφυαλγές, suffering from lumbago, γέρων A.Fr.361, cf. Hp.Coac.313.
German (Pape)
[Seite 401] ές, Hüftschmerzen habend; γέρων, Aesch. irg. 381; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre des reins.
Étymologie: ὀσφύς, ἄλγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφυαλγής: ощущающий боли в бедрах, страдающий болями в пояснице (γέρων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφυαλγής: -ές, ὁ ἔχων ἄλγος εἰς τὴν ὀσφύν, πάσχων ἐκ ῥευματικῶν πόνων τῆς ὀσφύος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 374, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 169· - ὀσφυαλγέω, πάσχω ἐξ ὀσφυαλγίας, αὐτόθι 143: - ὀσφυαλγία, ἡ, ὁ πόνος τῆς ὀσφύος, τῆς μέσης, αὐτόθι 219.
Greek Monolingual
ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].