ὀσφυαλγής

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφῠαλγής Medium diacritics: ὀσφυαλγής Low diacritics: οσφυαλγής Capitals: ΟΣΦΥΑΛΓΗΣ
Transliteration A: osphyalgḗs Transliteration B: osphyalgēs Transliteration C: osfyalgis Beta Code: o)sfualgh/s

English (LSJ)

ὀσφυαλγές, suffering from lumbago, γέρων A.Fr.361, cf. Hp.Coac.313.

German (Pape)

[Seite 401] ές, Hüftschmerzen habend; γέρων, Aesch. irg. 381; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffre des reins.
Étymologie: ὀσφύς, ἄλγος.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφυαλγής: ощущающий боли в бедрах, страдающий болями в пояснице (γέρων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφυαλγής: -ές, ὁ ἔχων ἄλγος εἰς τὴν ὀσφύν, πάσχων ἐκ ῥευματικῶν πόνων τῆς ὀσφύος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 374, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 169· - ὀσφυαλγέω, πάσχω ἐξ ὀσφυαλγίας, αὐτόθι 143: - ὀσφυαλγία, ἡ, ὁ πόνος τῆς ὀσφύος, τῆς μέσης, αὐτόθι 219.

Greek Monolingual

ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].