ουδενόσωρος

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγωρος)].