ουμανισμός

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ο
ανθρωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. humanismus < λατ. human-itas «ανθρωπότητα, ανθρωπιά, παιδεία» < humanus «ανθρώπινος»].