ουρανοστεγής

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

οὐρανοστεγής, -ές (Α)
φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» — ο άθλος του να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο-στεγής].