ουρανοστεγής
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
οὐρανοστεγής, -ές (Α)
φρ. «οὐρανοστεγής ἆθλος» — ο άθλος του να υποβαστάζει κανείς τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -στεγής (< στέγη), πρβλ. λιθο-στεγής].