άθλος

From LSJ

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἆθλος και ασυναίρετο ἄεθλος)
επίμοχθη προσπάθεια, κατόρθωμα, φρ. «οἱ ἆθλοι τοῦ Ἡρακλέους») (νεοελληνικά λέγεται και ειρωνικά)
αρχ.
1. αγώνας, άμιλλα για βραβείο
2. βραβείο σε αγώνα, έπαθλο
3. φρ. «ἆθλος πρόκειται», ορίζεται αγώνας
«ἆθλον προτίθημι», ορίζω αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄεθλος, από το αρσ. επιθ. ἄεθλος, που χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, με συναίρεση προέκυψε ο τ. ἆθλος, ο.
ΠΑΡ. αθλούμαι μσν. ἀθλοσύνη.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀθλονίκης, νεοελλ. αθλομανής, αθλοπαιδιά].