ουσιαστικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουσία, ουσιώδης, αληθινός, πραγματικός («προσέφερε ουσιαστική βοήθεια»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ουσιαστικό
κάθε λέξη ή όνομα που δηλώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, καθώς και αφηρημένη έννοια.
επίρρ...
ουσιαστικώς και -ά
κατ' ουσίαν, πραγματικά, αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία. Η λ. με τη γενική της σημ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ, ενώ με τη γραμματική της σημ. από το 1796 στη Γραμματική της Κοινής Ελληνικής Γλώσσης του Αδ. Κοραή].