ουσιώδης

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ οὐσιώδης, -ῶδες) ουσία
γεμάτος ουσία, πραγματικός, αληθινόςουσιώδης σύγκρισις», Επίκ.)
νεοελλ.
αυτός που αποτελεί την ουσία, κύριος, σημαντικόςουσιώδης διαφορά»).
επίρρ...
ουσιωδώς (ΑΜ οὐσιωδῶς)
κατά ουσιώδη τρόπο.