τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
-ες (ΑΜ οὐσιώδης, -ῶδες) ουσίαγεμάτος ουσία, πραγματικός, αληθινός («ουσιώδης σύγκρισις», Επίκ.)νεοελλ.αυτός που αποτελεί την ουσία, κύριος, σημαντικός («ουσιώδης διαφορά»). επίρρ...ουσιωδώς (ΑΜ οὐσιωδῶς)κατά ουσιώδη τρόπο.