οφθαλμόσαυρος

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

ο
(παλαιοντ.) ιχθυοσαύριο ερπετό με πολύ μεγάλους οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophthalmosaurus (< οφθαλμός + σαύρα)].