οφθαλμόσοφος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμόσοφος, -ον (Α)
σοφός στα σχετικά με τους οφθαλμούς, έμπειρος οφθαλμίατρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + σοφός.