ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ὀψίφυγος, -ον (Α)αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φυγος (< φυγή)].