ὀψίφυγος
From LSJ
English (LSJ)
ὀψίφυγον, fleeing late, Hdn.Gr.1.234.
German (Pape)
[Seite 433] spät fliehend, Arcad. 90.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίφῠγος: -ον, ὁ ἀργὰ φεύγων, Ἀρκάδ. 90. 5.
Greek Monolingual
ὀψίφυγος, -ον (Α)
αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φυγος (< φυγή)].