οἰνίδιον
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
τό, Dim. of οἶνος, small wine, poor wine, Apollod. ap. D.L. 10.11.
German (Pape)
τό, dim. von οἶνος, ein wenig Wein, DL. 10.11.
Russian (Dvoretsky)
οἰνίδιον: (ῐδ) τό немножко вина Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, οἰνάριον, Διογ. Λ. 10. 11.
Greek Monolingual
οἰνίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. του οἶνος) μικρή ποσότητα κρασιού ή αδύνατο κρασί.