Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐρανόχρους

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα του ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσόχρους)].

English

sky-coloured, sky-colored