οὐρεσίδρομος

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

οὐρεσίδρομος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσίδρ-, διάφ. γραφ., ἐν Εὐρ. Βάκχ. 986.