πάρο

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

Α
αιολ. τ. αντί πάρεστι, όπως ἐνὸ αντί ἔνεστι, ἐξὸ αντί ἔξεστι κ.ά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρο Aeol. voor πάρεστι.