πέζευμα

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

German (Pape)

[Seite 542] τό, Fußvolk (?).

Greek (Liddell-Scott)

πέζευμα: τό, τὸ μέρος ἐν τῷ παλατίῳ ἔνθα κατέβαινεν ἐκ τοῦ ἵππου ὁ αὐτοκράτωρ, Κωδιν. περὶ Ὀρφικίων 5, 6., 15. 8· κατάβασις ἀπὸ τοῦ ἵππου Εὐστ. Πονημάτ. 292. 80.

Greek Monolingual

το, ΝΜ, πέζεμα Ν πεζεύω
η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) το μέρος του Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας.