πέζευμα
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
German (Pape)
[Seite 542] τό, Fußvolk (?).
Greek (Liddell-Scott)
πέζευμα: τό, τὸ μέρος ἐν τῷ παλατίῳ ἔνθα κατέβαινεν ἐκ τοῦ ἵππου ὁ αὐτοκράτωρ, Κωδιν. περὶ Ὀρφικίων 5, 6., 15. 8· κατάβασις ἀπὸ τοῦ ἵππου Εὐστ. Πονημάτ. 292. 80.
Greek Monolingual
το, ΝΜ, πέζεμα Ν πεζεύω
η κάθοδος από το άλογο, αφίππευση, ξεπέζεμα
μσν.
(στο Βυζάντιο) το μέρος του Παλατίου όπου αφίππευε ο αυτοκράτορας.