πέπυσμαι
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
v. πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πέπυσμαι: pf. к πυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πέπυσμαι: πρκμ. ἐκ τοῦ πυνθάνομαι, Ὅμ.
English (Autenrieth)
see πυνθάνομαι.
Greek Monotonic
πέπυσμαι: παρακ. του πυνθάνομαι· πέπυστο, Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.