πέτσινος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
κατασκευασμένος από πετσί, δερμάτινος («πέτσινα γάντια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].