πήραξον
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
ἀφόδευσον, Hsch. πηρία<ν>· Ἀ<ς>πένδιοι τὴν χώραν τοῦ ἀγροῦ, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αφόδευσον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πέρδομαι μέσω ενός αμάρτυρου τ. πέρδαξον (< περδάζω) με αντικατάσταση του -ερδ- με -ηρ-, που απαντά σε κρητικούς τύπους (πρβλ. πέρδιξ: πῆριξ)].