παγιότητα
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Greek Monolingual
η (ΑΜ παγιότης, -ητος) πάγιος
η ιδιότητα του πάγιου, η στερεότητα, η σταθερότητα, η ευστάθεια, η μονιμότητα.