μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
παιδοφορῶ, -έω (Α)μεταφέρω παιδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].