παιδοφορώ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

παιδοφορῶ, -έω (Α)
μεταφέρω παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].